υποσπουδάζω

υποσπουδάζω
Α [σπουδάζω]
είμαι ευνοϊκός απέναντι σε κάποιον, φέρομαι με συμπάθεια σε κάποιον («αὐτόν τε ἐν ὀλιγωριᾳ ἐποιεῑτο καὶ τὸν Καίσαρα ὑπεσπούδαζε», Δίων Κάσσ.).

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Look at other dictionaries:

  • ὑποσπουδασθείς — ὑποσπουδάζω aor part pass masc nom/voc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”